ΜΗ ΓΟΝΟΚΟΚΚΙΚΗ ΟΥΡΗΘΡΙΤΙΔΑ
Προκαλείται στο 50% των περιπτώσεων από το παράσιτο χλαμύδιο (chlamydiatrachomatis) ενώ σε μικρότερα ποσοστά οφείλεται σε άλλους μικροοργανισμούς όπως ureoplasma, τριχομονάδα και mycoplasma. Κλινικά στους άνδρες, το 50% μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί.
Η κλασσική συμπτωματολογία περιλαμβάνει κλινική εικόνα πρόσθιας ουρηθρήτιδας (ερύθημα βαλάνου και έξω στομίου ουρήθρας με ή χωρίς την παρουσία διαβρώσεων), με βλεννοπυώδες ουρηθρικό έκκριμα και δυσουρία (“τσούξιμο”).
Τα συμπτώματα ξεκινούν 1-3 εβδομάδες μετά την επαφή με μολυσμένο σύντροφο.
Μπορεί να παρατηρηθεί προσβολή και της πρωκτικής χώρας με πρωκταλγία και πρωκτική έκκριση.
Στις γυναίκες, στο 70%των περιπτώσεων, η λοίμωξη μπορεί να διάγει ασυμπτωματικά, ενώ τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αιμορραγία μετά από την σεξουαλική επαφή, έως και μητρορραγία, κατώτερο κοιλιακό άλγος, κολπική έκκριση και δυσουρία.
Αν παραμείνουν χωρίς θεραπευτική αγωγή μπορεί να επιπλακούν προκαλώντας ανιούσες λοιμώξεις και στα δύο φύλα (επιδυδιμίτιδα ορχίτιδα, προστατίτιδα σε άνδρες, υπογονιμότητα, φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και χρόνιο πυελικό άλγος στις γυναίκες).
Η καλλιέργεια ουρηθρικού – κολπικού εκκρίμματος κρίνεται απαραίτητη για τον καθορισμό τόσο του αιτιολογικού παράγοντα της νόσου όσο και την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος
Η θεραπεία γίνεται με αντιβιοτικά